|
το горный хребет #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово горный хребет? — καταρράχι как с (ново)греческого переводится слово καταρράχι? — горный хребет — αλεξίφωτον — ανθοπαραγωγός — αμόνι — μάτην — έπιπλο — παρυφή — ανοχή — αντίτιμο — σύννεφο — δαδί — ωμέγα — σύμφυρμα — αμετάγνωστος — πυρπολητής — σαπωνίτης — μεταβιβάζω — κορνιζάς — έρωτας — ρεμβασμός — βαρυποινίτης — μυοτομία |
|||