|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διαπεραστικά? — — μαρτολούλουδο — ψυχρότητα — αναγκάζω — πιτηδειοσύνη — χάρά — συλλαβιστικός — επεξηγηματικός — σομμιέ — σκαλμοδόκη — φιλενάδα — πατριδωνυμικός — εύκαρπος — αυλαία — λεξικογραφία — θαύμα — γοργοκίνητος — υποκελευστής — ταμπονάρισμα — κούκλος — ορθοπεδικός — αναμετριέμαι |
|||