|
η правнучка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово правнучка? — δισεγγόνα как с (ново)греческого переводится слово δισεγγόνα? — правнучка — σκουπιδιάρικος — αδιαφορία — αντιδικία — ανδρόγυνος — σοκολατύς — μουσικοσυνθέτης — μαντευτός — επαν- — δοκιμιογράφος — συνεπιβάτης — ανθοτύρι — πρανής — ευδία — αντρειά — αισχρόλογο — κροκέ — πλοηγεσία — αγελαδοτρόφος — σκορδόπιστος — Κιργίσος — φουντωμένος |
|||