|
обагрённый кровью #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обагрённый кровью? — αιματόβρεχτος как с (ново)греческого переводится слово αιματόβρεχτος? — обагрённый кровью — αστυνόμευση — δαμασκηνό — αραθυμώ — ξεψαρωμένος — γέρασμα — υμέναιος — γνώθω — βαρυφορτώνω — τάλε-κουάλε — βοτανισμένος — απολεπτύνω — παραθυρόφυλλο — βαθιοκοιμίζω — αμαντάλωτος — στέλνω — σκιτσάρω — τζερεμές — πλουτοκράτης — παλαιογενής — τελεσιδικώ — ανηθόσπορος |
|||