|
неотведённый (о водах); стоячий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неотведённый? — αδιοχέτεοτος как на (ново)греческом будет слово стоячий? — αδιοχέτεοτος как с (ново)греческого переводится слово αδιοχέτεοτος? — неотведённый, стоячий — λιθοτεχνία — βαρυφορτώνω — γδέρνω — εγγυοδοτώ — ακαθιέρωτος — αποβοήθειο — χαβούζι — ατμοσφαιρικός — αυτοστεγάζομαι — μηνίσκος — σχολή — μεταμεσημβρινός — ναζιάρης — ασχημογύναικο — ποικιλτής — αχυρόχρους — μεταφορέας — κάνθαρος — βολλεϋ-μπώλλ — βόσκημα — απαράβλαπτος |
|||