Новогреческий словарь
λιμενεύω
λιμενεύω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
λιμενεύω
? —
#
(ново)греческий словарь
—
μπάλλος
—
βαριά
—
σμαραγδένιος
—
κωδικογράφος
—
μέτρημα
—
σπίθα
—
χρυσομάλλούσα
—
αγευστί
—
ξεμάτιασμα
—
αγνάντιο
—
απερηφάνευτος
—
εξέλικτρον
—
αμουσία
—
τραυματισμένος
—
εικοσόφραγκο
—
αναδόμηση
—
Άραβες
—
μισοξαπλωμένος
—
επίφυση
—
κοιμητήριο
—
ανεπιφύλαχτα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве