|
1) уст. повторять; 2) складывать вдвое; 3) удваивать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово повторять? — αναδιπλώ как на (ново)греческом будет слово складывать вдвое? — αναδιπλώ как на (ново)греческом будет слово удваивать? — αναδιπλώ как с (ново)греческого переводится слово αναδιπλώ? — повторять, складывать вдвое, удваивать — μπλέκομαι — αντικαλαισθητικός — φορητός — αναγορευτικός — σκύπτω — τρενάκι — ευθύς — κατηγοριάρης — μεταμοντερνιστικά — πταρμικός — κατευθυντήριος — ενικός — διαβολικότητα — ψείρισμα — νανοηλεκτρονική — πεφωτισμένος — νουθέτηση — ζεγγί — κομήτης — φαλαινοθηρία — δικτάτορας |
|||