Новогреческий словарь
προγόμφιοι
προγόμφιοι
οι :
προγόμφιοι οδόντες — малые коренные зубы
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
προγόμφιοι
? —
#
(ново)греческий словарь
—
λιάνη
—
δαφνοστέφανο
—
καταχρεωμένος
—
αμαξόδρομος
—
κλώσιμο
—
ψιλοκομμένος
—
μερεύω
—
αποκλίνω
—
φωτοσύνθεση
—
ενδυνάμωμα
—
αεροσκάφος
—
τοπιογράφος
—
πετρελαιοκινητήρας
—
παραθέτω
—
γαιάνθρακος
—
λιπανάβατος
—
διατακτική
—
λόχια
—
χαρίεις
—
στομαχοσκοπία
—
μήκυνση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве