|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово παγκοσμίως? — — δολλάριο — άπτυστος — ινώδες — σίφων — αντικατοπτρικός — εσχαρώνω — κομπώνομαι — κοκαλένιος — αναγοριά — λυκόπορδον — απολυμαντήριο — φαγωμός — ασπρόχωμα — διακόρευση — αδιαιρετότητα — λιθιά — νησί — εμπλακείς — κεντρισμός — εκκλησάρης — αποθεώνομαι |
|||