|
(αόρ. ανεχλίανα) подогревать, разогревать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подогревать? — αναχλιαίνω как на (ново)греческом будет слово разогревать? — αναχλιαίνω как с (ново)греческого переводится слово αναχλιαίνω? — подогревать, разогревать — τρεμουλιάρικο — μοσχοκαρυδιά — Γαλλία — καταπατητής — ξινήθρα — ρόδα — μακεδονήσι — αφωμοιωματικός — λαϊκίστρια — εννεάγωνον — ενδοξότητα — δοντωτός — ψεύταρος — αποθηλασμός — εγγυοδοσία — εξαφνίζομαι — φαρμακίλα — αναχορήγηση — κυβίζω — γαλατιανός — ενενηκοστόν |
|||