|
студенческий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово студенческий? — φοιτητικός как с (ново)греческого переводится слово φοιτητικός? — студенческий — έξοδο — ξεσπαθώνω — ποζάρισμα — συμφέρον — καταγωγή — ιδιόρρυθμος — γρατσουνώ — αεροφωτογράφηση — απυρόβλητος — αποδίδουσα — παλαμύδα — διπλωτικός — δεκαετία — αργοκλαίω — ευψυχία — δραγόνος — πρασίνισμα — ακοστολόγητος — αποσυγκέντρωση — φράκο — εμβρυολόγος |
|||