|
тот(__,__) кто занимается порнографией #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тот, кто занимается порнографией? — πορνογράφος как с (ново)греческого переводится слово πορνογράφος? — тот, кто занимается порнографией — εγγλεζοπούλα — αστοτσιφλικάδικος — προπλασμός — τοπογράφος — αρτηριοσκληρωτικός — πυκνόφυλλος — παραδεισένιος — μαμά — αλετριβιδειό — λιθόκονη — κομητεία — βαθύπλουτος — εγχυματογενής — βύας — επικρεμάμενος — διαπερατότητα — δημοκρατούμαι — αλφαβητικά — θηλυκωτήρι — τραινάρω — εξαερωτήρ |
|||