Новогреческий словарь
ανατύπωση
ανατύπωση
η 1)
перепечатка
;
2)
переиздание
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
перепечатка
? —
ανατύπωση
как на
(ново)греческом
будет слово
переиздание
? —
ανατύπωση
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανατύπωση
? — перепечатка, переиздание
#
(ново)греческий словарь
—
κασόνιασμα
—
μουσικοκριτική
—
παρτιζάνος
—
συνολκή
—
νιχιλιστής
—
αντικούτικας
—
ψιλολόγημα
—
φάβα
—
ξάνθισμα
—
κρασοκανάτα
—
τύραννος
—
επισανίδωση
—
γιγαντισμός
—
εμπυηματικός
—
ιχθυοπώλης
—
καραβόπανο
—
οπλοποιός
—
συνδρομητικός
—
επένδυμα
—
αναδιοργανωτής
—
έγκριση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,