Новогреческий словарь
δημοσία
δημοσία
публично
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
публично
? —
δημοσία
как с
(ново)греческого
переводится слово
δημοσία
? — публично
#
(ново)греческий словарь
—
μαίτρ
—
αθάμβωτος
—
αφροσύνη
—
ξινήθρα
—
τσαγιερό
—
νεροκολόκυθο
—
λιθογνώμων
—
πλαστότητα
—
κλωστοϋφαντική
—
ατομιστρια
—
παραδειγματίζω
—
καπνοδόχος
—
βίντσι
—
μωρούλι
—
ραχάτ-λουκούμι
—
πολεοδομικός
—
καθολικισμός
—
επικονιασμός
—
καταπλημμυρίζω
—
ρικνότης
—
αμπελικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве