|
геол. эрозионный; ~ή κοιλώματα — эрозионные впадины #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово эрозионный? — διαβρωσιγενής как с (ново)греческого переводится слово διαβρωσιγενής? — эрозионный — οικοπεδοποίηση — διαφλέγω — αρρενωπό — ζορεύω — υμνολόγιο — λαχανόφυτος — ξυλογλυπτική — περίδακρυς — αγάζωτος — βιβλιοχαρτοπώλισσα — σιωπώ — χημιφωταύγεια — μαγειρείο — χωρίον — ισάζω — κεφαλαιοκράτισσα — ερημονήσι — άγκουρα — ειδησεογράφος — παιδοχειρουργός — αφομοιώσιμο |
|||