Новогреческий словарь
διαβρωσιγενής
διαβρωσιγεν|ής
геол.
эрозионный
;
~ή κοιλώματα — эрозионные впадины
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
эрозионный
? —
διαβρωσιγενής
как с
(ново)греческого
переводится слово
διαβρωσιγενής
? — эрозионный
#
(ново)греческий словарь
—
ντερμπεντέρης
—
ωτίτιδα
—
απήδηχτος
—
εξαφριστήρας
—
ανωριμότητα
—
ευπορία
—
ηδονικός
—
κυλινδρωτός
—
φάγε
—
παλαιογραφικώς
—
ανάταξη
—
μελισσοκόμος
—
κλαίγομαι
—
παρωχημένος
—
αιθρίασμα
—
αναθύμηση
—
επέστην
—
έσω
—
οπωρικό
—
αλαφροφέρνω
—
ευσυνείδητος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве