|
(превосх. ст. от γαληνός) : η Αυτού Γαληνότατη Υψηλότης — [phrase]его величество[/phrase] #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово γαληνότατος? — — σκαμπίλι — ξυλοσχίστης — νευράξονας — πολυχρόνιος — μαγουλάκι — αφρισμένος — μειονότητα — διώξιμο — Ακριβή — αυτοφωτογράφηση — εκτίνω — κεραστής — λεβάντης — κρυσταλλοφόρος — μυγοχάφτης — αγαποβότανο — μπιγκόνια — συχωρώ — ασφαλτόστρωση — αντιφλογιστικός — λυκάκι |
|||