|
подпирающий; поддерживающий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подпирающий? — υποβαστακτικός как на (ново)греческом будет слово поддерживающий? — υποβαστακτικός как с (ново)греческого переводится слово υποβαστακτικός? — подпирающий, поддерживающий — μάραθρο — πολεμεφόδια — πανδούρα — ιθύφαλλος — ξεσήκωμα — προσγίνομαι — μπογιάτισμα — πτερνίζω — δυσκολοκίνητος — πολυθρόνα — ευμαθής — κοιτώνας — ανασύσταση — ημιτονοειδής — βισμουθιακός — παντοφλάδικο — εγκολλώ — μπερδεύομαι — ασημοκέρατος — φαρμακίλα — καινούριος |
|||