|
ворковать (о голубях); ~ομαι — вопить, рыдать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ворковать? — γούζω как с (ново)греческого переводится слово γούζω? — ворковать — μπάντζο — σχίση — στρέω — οζοντισμός — νταβάνωμα — ψαθυρότητα — τσάρλεστον — στεαρίνα — διορθώσεις — ημιέκταση — αβιασιά — λιγύφθογγος — οργός — σκατίλα — οικοδομώ — ατμοκλίβανος — μειονοψηφία — γαλακτοφόρος — ατίθασσος — οινοπνευματοποιείον — αερολόγος |
|||