|
хватать, схватывать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово хватать? — περιαδράχνω как на (ново)греческом будет слово схватывать? — περιαδράχνω как с (ново)греческого переводится слово περιαδράχνω? — хватать, схватывать — επιδημώ — αρρενοκοίτης — βαρβατιά — διαβίβαση — ξελακκίζω — πατσίζω — σκάρτος — ήπαρ — ματιά — περίσφιγξις — εντομοβριθής — εστιώ — πιθανότητα — αμφίρροπος — εμμέθοδος — ντροπαλωσύνη — μητροφόνος — αδηλητηρίαστος — άκρη — μήνη — αράχνειος |
|||