|
η книжная вошь, книгоед (насекомое) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово книжная вошь? — βιβλιόψειρα как на (ново)греческом будет слово книгоед? — βιβλιόψειρα как с (ново)греческого переводится слово βιβλιόψειρα? — книжная вошь, книгоед — εκμυζητικός — αποκοιμιστικά — στειφτήρι — ρετζέλι — αμφιδέξιος — Σαλονικιός — παγιδάκι — διαστημάνθρωπος — αλκαλικότητα — σουπιέρα — κακοπερνάω — φυλλοσκεπής — αντιψυχωσικός — ζερβοκουτάλα — υπερηκοΐα — αποθήκη — πάμπλουτος — ακροβατική — διόπτρα — τάρταρινος — αποξεχνώ |
|||