|
растравлять (рану) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово растравлять? — αναφλεγμαίνω как с (ново)греческого переводится слово αναφλεγμαίνω? — растравлять — παραθέριση — εκδυμα — διακινώ — τεμπελόσκυλο — ουρμπανισμός — δουλεμπόριο — λιμάρικος — μαγαρίζομαι — μεταφορά — λυσσιάζω — ιχθυέλαιον — δραστηριοποιώ — εκατοστόμετρο — ασύμβλητος — μεταδοτήρας — αζίδιο — αλληθωρίζω — εγκατασταίνω — πλατύρρινος — απαρτία — παλαιοβιβλιοπώλης |
|||