|
ο 1) намордник; 2) кляп #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово намордник? — φιμός как на (ново)греческом будет слово кляп? — φιμός как с (ново)греческого переводится слово φιμός? — намордник, кляп — παλάσκα — αερόσκαλα — κλώνος — θυμιαστής — δενδροκομία — ομοιο- — χεροβολιάζω — επιβίβαση — ευθύσκοπος — αποπίνω — ασταμάτητος — αποσβεννύω — προανακρίνω — ανθοπώλις — μεσημέρι — ιδανικός — μετέωρος — διαμφισβητούμενος — στοιχειωμένος — ξαναφκιάνω — ερεθίζω |
|||