|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αντεισαγγελέας? — — υποχείριος — ελεφαντοστόλιστος — θα — νεφρικός — μικροπαντρεύω — λεμφαγγειίτιδα — κουβαλητικά — δουλευτάδικος — συνταξιδιώτης — Πολωνέζος — πτόλεμος — ενδυμασία — αλυτρωτισμός — εγκυμονώ — πρασιά — περιτριγυρίζω — διακονία — κτηνοτροφείο — ολέτης — άλως — αγαλμάτινος |
|||