|
ο сосновая кора #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сосновая кора? — πευκοφλοιός как с (ново)греческого переводится слово πευκοφλοιός? — сосновая кора — μενσεβικισμός — μπετόνι — τραγικός — σοροπιαστός — σιχασιάρης — έχτρα — πιτσιρίκα — ντοματοπελτές — αποθεώνομαι — υδρομετέωρα — κεραμοποιός — ακροαματικότητα — κομιτατζής — θολωτός — τηλεφωνία — καλαφατιστήρι — Μαδάρες — οδοιπορία — αφωρεσμένος — ξυλαράκι — ερωτοδουλειά |
|||