|
παθ. αόρ. от πηγνύω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово επήχθην? — — φιόγκος — μικρουλάκι — βαγιουλεύω — αεραγωγός — διχάλα — επισφράγιση — αραχίδα — δύτης — βουστίνα — εύκαρπος — αλληλενέργεια — φράξος — λούλα — βιολοντσέλλο — αριστούργημα — κατουράω — σκιτσογράφος — διηγούμαι — μιμητικότητα — εκχλόωση — δαυκί |
|||