|
η 1) рея; 2) антенна #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рея? — αντέννα как на (ново)греческом будет слово антенна? — αντέννα как с (ново)греческого переводится слово αντέννα? — рея, антенна — φλάσκας — ναυτοπρόσκοπος — ογκάνισμα — τσούρμα — κλαπαρχίδας — τραχεισκός — λιποταχτώ — βρομισμένος — μπριγιαντίνη — ανελεήτως — φεγγαριάτικο — μαλάζω — γυμνόφυλλος — κοντόμαλλο — σηματοδοσία — δανικός — ασυνείδητο — ανεψιός — αποτυχαίνω — είλως — χειρίζομαι |
|||