|
η песок (тж. мед.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово песок? — ψάμμος как с (ново)греческого переводится слово ψάμμος? — песок — κουβερνάντα — ευσέβεια — όργανο — εκτείνω — αποσυγκέντρωση — θεράπων — εκβακχεύομαι — ντόγα — απόγεμα — φυσικός — σχολαστικός — βολίδα — εξαερωτικός — αντιμιασματικός — ηλεκτροφώτισις — γαιοπρόσοδος — προστατευόμενος — μαντεύω — ξελαρυγγίζομαι — λιμπιστός — ακόκκιστος |
|||