Новогреческий словарь
εκβαρβαρώνω
εκβαρβαρώνω
варваризировать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
варваризировать
? —
εκβαρβαρώνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
εκβαρβαρώνω
? — варваризировать
#
(ново)греческий словарь
—
διαρπαγή
—
αδουλεψιά
—
εύκαμπτος
—
πειραματικός
—
γαστροσκόπηση
—
νευροπαθολόγος
—
άλοχος
—
φτωχούτσικος
—
κενολογώ
—
δυσυπέρβλητος
—
υπερεκχείλιση
—
τσιρότο
—
χρηματοφυλάκιο
—
κρίνω
—
επιτρεπτός
—
πληκτροφόρο
—
ανακατωσιά
—
μπαλσαμώνω
—
φαινασετίνη
—
σοδειακός
—
ψυχοσωματικά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве