|
ο гаврош #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гаврош? — γαβριάς как с (ново)греческого переводится слово γαβριάς? — гаврош — σωληνάριο — δεκοχτώ — σκιτσογράφος — λατινιστί — αξάβουλα — εντειχισμός — ατόπημα — αιδώς — νάμα — αποτύπωση — ενάρθρωση — ογκολογικός — χιλιοστογραμμάριο — μυελίνη — λυκιδεύς — αφάλι — περιτείχισμα — μπαμπάκι — αερίζομαι — καφέα — υποχιλιαπλάσιος |
|||