|
хим. 1. борный; ~ό οξύ — борная кислота; 2. (τό) борная кислота #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово борный? — βορικός как на (ново)греческом будет слово борная кислота? — βορικός как с (ново)греческого переводится слово βορικός? — борный, борная кислота — επωαστήριον — χρειώδης — βρωμόχνοτος — συναισθάνομαι — προτροπή — ελάφρωμα — φύραμα — βατοκόπια — στερφοπροβατίνα — δυσκολονόητος — αντεπιχειρώ — ρυτιδώνομαι — ακρωτηριάζω — αλχημικός — πλανιέμαι — αβύζαχτος — ουδετεροποίηση — δύσκαμπτος — σκοτούρα — ιεραποστολικός — χαμηλοβλέφαρος |
|||