Новогреческий словарь
ολλαντέζικος
ολλαντέζικ|ος
голландский
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
голландский
? —
ολλαντέζικος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ολλαντέζικος
? — голландский
#
(ново)греческий словарь
—
άραγμα
—
αντρώνομαι
—
προχρονολόγηση
—
ζαφειρόπετρα
—
εμπνεύστρια
—
μπακάλαινα
—
κατάστρατα
—
εξατμιστήρ
—
ασπροκαλάμποκο
—
αναζωπύρηση
—
εντοπίζω
—
σαλαμάνδρα
—
αναρρόφηση
—
μπαλσαμώνω
—
μάργωμα
—
ρομπότ
—
γαλατόχορτο
—
γράσσο
—
απαιτητικά
—
αδιάστρεπτος
—
σείσμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве