Новогреческий словарь
ηλιοστάλαχτος
ηλιοστάλαχτ|ος
1)
лучезарный
;
2)
очень красивый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
лучезарный
? —
ηλιοστάλαχτος
как на
(ново)греческом
будет слово
очень красивый
? —
ηλιοστάλαχτος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ηλιοστάλαχτος
? — лучезарный, очень красивый
#
(ново)греческий словарь
—
ξερό
—
εθνοποίηση
—
αριοφυτεύω
—
αστισμός
—
τέντυ-μποΰστικος
—
τσιγαριλίκι
—
αδικοβάλλω
—
ικανοποίηση
—
άδαμαντοπωλειο
—
βιβλιογνώστης
—
ανοιχτήρι
—
βούρλισμα
—
φιλελληνισμός
—
βαρυποινίτισσα
—
ψωροπερηφάνεια
—
άρα
—
λαομίσητος
—
αναστρέψιμος
—
γνωμοδότημα
—
ισορροπημένος
—
εμμέλεια
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве