Новогреческий словарь
φίδι
φίδι
το
змея
;
===
είναι ~ κολοβό — змеёныш
;
μέ ζώσανε τά ~α — [phrase]я почуял недоброе[/phrase]
;
ζώστηκα μέ ~α — [phrase]я почувствовал опасность[/phrase]
;
βάζω τόν τρελλό νά βγάλει τό ~ από την τρύπα — [phrase]чужими руками жар загребать[/phrase];
(μαύρο) ~ πού σ'εφαγε! — [phrase]ну, теперь тебе крышка![/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
змея
? —
φίδι
как с
(ново)греческого
переводится слово
φίδι
? — змея
#
(ново)греческий словарь
—
έναρθρος
—
προσδιοριστικός
—
πολυκόμματος
—
γραφομηχανή
—
εθνοπρόβλητος
—
επαίσχυντα
—
βραβευμένος
—
μεταξοβιομηχανίο
—
παδελομούρης
—
νέτος
—
λουτρώνας
—
ψευδεπίγραφος
—
στασιάζω
—
καταχνιά
—
ανεκβίαστος
—
μεσοκλινής
—
εικονογραφώ
—
προχωρημένος
—
αλείαντος
—
παραπληρωματικός
—
αμάθευτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве