|
(-ακος) ο линейка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово линейка? — χάραξ как с (ново)греческого переводится слово χάραξ? — линейка — επιβοήθησις — πλεονέχτης — ιλαρός — καπνοθάλαμος — κλεψιγαμία — δημαγωγικός — επαναλαμβάνομαι — νευριάζω — λοιμικό — αλειχούδευτος — φιλάγαθος — κακόμορφος — αμφιδέξιος — Δεκέμβρης — δεινοθήριο — ιντερέσο — ρετσινόλαδο — ανεκδίκαστος — φημισμένος — οργανώνω — προΐσταμαι |
|||