|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κορυφώνομαι? — — γοργοκαβαλλάρης — τεμάχισμα — ξεψαχνίζω — συγγενικός — κοφεόδενδρον — μονομέρεια — φανταρία — συνεπάγην — συνορίτισσα — ζωντοχήρος — αμυγδαλάτος — εισπνευστικός — απρόκοφτος — ψευδοπάτωμα — σουρομαλλιάζω — μεθοδολογικός — τηλεγραφικός — αποκοιμίζω — ελαχον — κρατικοποιούμαι — χαρτόδεση |
|||