|
ο 1) тигель; 2) карбюратор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тигель? — ανάμικτης как на (ново)греческом будет слово карбюратор? — ανάμικτης как с (ново)греческого переводится слово ανάμικτης? — тигель, карбюратор — τροχοπεδιλοδρομώ — θεσιθηρώ — κοσμοπλάστης — κοσμητική — γραμματάκι — αρχοντομαθημένος — ενδοθήλιον — ασεβώ — ευσυγκινησία — κυνηγόσκυλο — αναιμικός — λινός — απρόκοπος — επιδέτης — ρύγχος — πουρνάρι — απλαδαριά — θηλυτοκία — εντολή — αγενής — απαρατήρητα |
|||