Новогреческий словарь
ασκούμενος
ασκούμενος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ασκούμενος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
τούμπα
—
διαιρετικό
—
περιπλανιέμαι
—
κοκκινίλα
—
εκριζωτής
—
επιπολάζω
—
αυτοκινησία
—
σώρευση
—
ασιαχτος
—
χλόη
—
σκούτινος
—
περιέλιξη
—
αλυπία
—
διάτονος
—
οξειδοαναγωγή
—
στενόφυλλος
—
μανάβης
—
συνιζάνω
—
χλωρουσιά
—
ξεχασιά
—
ίνδαλμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве