|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εξυπνακίστικος? — — υπερβολή — υιοθεσία — θαμπώνω — ασπαλιεύς — ζεστά — βαλλιστίτις — συνέλιξη — διακριβωτήρας — παγανιά — ορεχτικός — όσπερ — πατατοκεφτές — μπάζωμα — ανθρακιάζω — ενάμισι — βραχύτητα — συγκληρονομώ — καταχώνιασμα — εθελοντικά — αιματογενής — πρωταίτιος |
|||