|
(-ηρος) ο детская ванна #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово детская ванна? — βρεφολουτήρας как с (ново)греческого переводится слово βρεφολουτήρας? — детская ванна — αλεξανδρινός — υδατόσημο — αποξέχασμός — γουρλίτικος — τριγυρισμένος — ενδυματολόγος — απολυτρώτρια — ψιλούρα — επιδοκιμασία — επιχάλκωμα — καραγκιοζάκι — αισθητικός — θείωση — πλύντης — γαιόσακκος — αυξητικό — πρόστυχος — αφόβητος — χίλια — καπνίστρια — μετοίκιον |
|||