|
η столярный клей #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово столярный клей? — δερματόκολλα как с (ново)греческого переводится слово δερματόκολλα? — столярный клей — μηχανολογία — αγροικώ — τός — ρυτιδιασμένος — οστεομβελίτιδα — γιαλαντζί-ντολμάς — ρόπαλο — λαρογγοτομία — σπρωξιά — πατήθρα — κάτοχος — στανταρτοποίηση — ερασιτέχνισσα — τελείωση — βραβευτής — ενύπαρκτος — ενσφήνωση — Σπαρτιάτισσα — ξυλογράφημα — αυτοκαταδίκη — κύφωμα |
|||