Новогреческий словарь
παροχετεύω
παροχετεύω
отводить
(воду и т. п.);
~ ηλεκτρικό ρεύμα — подключать к электросети
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
отводить
? —
παροχετεύω
как с
(ново)греческого
переводится слово
παροχετεύω
? — отводить
#
(ново)греческий словарь
—
μεταγγίζω
—
κινδυνολογώ
—
κλαρίτης
—
χρυσώνω
—
ατού
—
όνομα χώρου
—
χρονογραφία
—
καλάρισμα
—
επαναθεώρηση
—
αργυρένιος
—
νεκρότητα
—
πετρόψαρα
—
κατέβασμα
—
απροσμάχητος
—
ξυλουργικός
—
θύννος
—
εμπιστευτικά
—
ξεφάντωση
—
αντιδογματικός
—
ξεπαραδιασμένος
—
στασιώτης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве