Новогреческий словарь
σαλικυλικός
σαλικυλικός
хим.
салициловый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
салициловый
? —
σαλικυλικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
σαλικυλικός
? — салициловый
#
(ново)греческий словарь
—
κουτσαβάκικος
—
κρυφοδαγκανιάρης
—
λυρισμός
—
Αποσπερίτης
—
αγριορόρι
—
αγάπισμα
—
χαριτόβρυτος
—
οδοντοϊατρείο
—
απόλυμα
—
αντιπερνώ
—
επωαστήρας
—
εντοιχίζω
—
ενσταυλίζω
—
καλοδέχομαι
—
λαχειοφόρος
—
συναίνεση
—
επιτελείο
—
ανέγερση
—
παρλάρω
—
σαμαρώνω
—
τρούφφα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве