|
(-ικος) ο волчок, юла #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово волчок? — βέμβιξ как на (ново)греческом будет слово юла? — βέμβιξ как с (ново)греческого переводится слово βέμβιξ? — волчок, юла — επανασυνδέω — στραβισμός — παραμαγούλα — ψητό — λάκημα — σκλαβοπάζαρο — απονεκρώνομαι — ατουφέκιστος — εξολκέας — αγάλλιασμα — προσκεφάλι — σασσί — κουρκούτη — ανέφαγος — προετοιμασία — νηοπομπή — αμονοπώλητος — σουίτα — εικοσαπλούς — επελθών — διδασκαλική |
|||