|
το тесло #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тесло? — σκέπαρνον как с (ново)греческого переводится слово σκέπαρνον? — тесло — επαναδίπλωσις — αποτελώ — συγκεραννύω — λιγοθύμισμα — χορτάτος — απέμφραξις — ανεβοκατέβασμα — αντιστικτικά — υπογλυκαιμία — γερακίνα — αντίο! — αλογοτροφείο — ψευτογιατρός — πλειονότητα — κρανιά — εφοδιοπομπή — τριανταένα — χιονοσκέπαστος — μεγαλαυχία — αρχάνθρωπος — πτιλωτόν |
|||