Новогреческий словарь
τσιγάρο
τσιγάρο
το 1)
сигарета; папироса
;
πίνω ~ — курить
;
κόβω τό ~ — бросать курить
;
2)
курение
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сигарета
? —
τσιγάρο
как на
(ново)греческом
будет слово
папироса
? —
τσιγάρο
как на
(ново)греческом
будет слово
курение
? —
τσιγάρο
как с
(ново)греческого
переводится слово
τσιγάρο
? — сигарета, папироса, курение
#
(ново)греческий словарь
—
αρνησιπατρία
—
αλλοτριόμορφος
—
γκρινιάρης
—
πεθερούλης
—
γεωφυσικός
—
ζουζούνα
—
εύψυχος
—
αναγράφω
—
αρμονικά
—
ρεγχασμός
—
σεισμογραφία
—
επεισοδιακός
—
στοιχειοχυτήριο
—
κατάσχω
—
φόρτωμα
—
γεροντοβρόσια
—
εξωκυττάρωση
—
μοσχοπέπονο
—
ανηολόγητος
—
ταιριαστός
—
προσορμίζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω