|
ο скопец, кастрат, евнух #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово скопец? — μουνούχος как на (ново)греческом будет слово кастрат? — μουνούχος как на (ново)греческом будет слово евнух? — μουνούχος как с (ново)греческого переводится слово μουνούχος? — скопец, кастрат, евнух — πασσαλείφω — φρασεολογία — κατακόπτω — πολυπόθητος — συγκλονιστικός — μούσκεμα — γαϊτανοφρυδάτος — στενοπορία — οικονομολόγος — αναρχίνιστος — αργυροκέντητος — τηλεσκόπιο — αλατομιγής — μαλώνω — στρατιά — τομάτα — ηλικιωμένος — περιδένω — εξακισχίλιοι — σφαλιχτός — λιβελλογράφος |
|||