|
η стегальщица (одеял) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стегальщица? — παπλωματού как с (ново)греческого переводится слово παπλωματού? — стегальщица — αναγνωστικός — ίσκα — αντιπροσωπεύω — μπανανόφλουδα — μπινελίκι — θρούς — εμβροχή — δεκαπέντε — φορτσάδος — πρεζάρισμα — φωταψία — προμηθευτής — σαποονόφουσκα — μπαϊράκι — ακαρεοφοβία — αγκωνίτσα — βοτανολογία — δικαιολογούμαι — υποφυλακτήρ — αυτομαγνήτιση — μικρόφωνο |
|||