|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово στοματορραγία? — — προσύμβαση — μαύρο — μαρασμός — εισήγαγα — ράντζο — ανεπισχημοσύνη — τύψη — μητέρα — αναφτούμενος — μονόλιθος — ανάγελο — σιγκούνο — πτώξ — εκβοτρύωση — πορνογραφία — θίγω — βουλκανισμένος — αδιαπότιστος — βιογεωγραφία — διαρμίζω — αναγκαστικότητα |
|||