Новогреческий словарь
ασβεστωτής
ασβεστωτ|ής
ο
штукатур; маляр
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
штукатур
? —
ασβεστωτής
как на
(ново)греческом
будет слово
маляр
? —
ασβεστωτής
как с
(ново)греческого
переводится слово
ασβεστωτής
? — штукатур, маляр
#
(ново)греческий словарь
—
ιδρύτρια
—
θωπεία
—
πιατέλλα
—
αυτάρκης
—
φαφούτικος
—
παγωτίνι
—
φλεβορραγία
—
αστραμμα
—
φυσιοκράτης
—
γλισχρότης
—
αγκάλιασμα
—
εγγαστριά
—
λεγεωνάριος
—
δακτυλίδωση
—
συναύξηση
—
ονομαστικός
—
καρυδόπιττα
—
ξεναγουμενος
—
τσαγκάρικος
—
ενημερώνω
—
ημιταξιαρχία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве