Новогреческий словарь
ουσιαστικοποίηση
ουσιαστικοποίηση
η грам.
субстантивация
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
субстантивация
? —
ουσιαστικοποίηση
как с
(ново)греческого
переводится слово
ουσιαστικοποίηση
? — субстантивация
#
(ново)греческий словарь
—
φίλμ
—
στύλος
—
πεταλουδίζω
—
παραμορφώνω
—
λογοκόπος
—
πόνος
—
άύτοπλασια
—
κύτταγμα
—
βάβισμα
—
βραδυκινησία
—
απαραχάρακτος
—
υπόταξη
—
δεκάχρονα
—
καταχεριάζω
—
σύμμιξη
—
στωμυλία
—
υποψιάζομαι
—
δασύφωνος
—
ξεθύμασμα
—
κήρινος
—
εβραίϊσσα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве